- ολόξυλος
- -η, -ο (Μ ὁλόξυλος, -ον)ο εντελώς καλυμμένος από ξύλανεοελλ.κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από ξύλο, ξύλινοςμσν.φρ. «ὁλόξυλος θάλασσα» — θάλασσα της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται από πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + ξύλον].
Dictionary of Greek. 2013.