ολόξυλος

ολόξυλος
-η, -ο (Μ ὁλόξυλος, -ον)
ο εντελώς καλυμμένος από ξύλα
νεοελλ.
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από ξύλο, ξύλινος
μσν.
φρ. «ὁλόξυλος θάλασσα» — θάλασσα της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται από πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + ξύλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”